- μασέλα
- appareil
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μασέλα — η (λ. ιταλ.) 1. η σιαγόνα, η γνάθος. 2. η οδοντοστοιχία, φυσική ή τεχνητή: Πριν κοιμηθεί έβγαζε πάντα τη μασέλα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μασέλα — η 1. γνάθος, σαγόνι 2. το σύνολο τών δοντιών κάθε γνάθου, οδοντοστοιχία 3. τεχνητή οδοντοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascella] … Dictionary of Greek
οδοντοστοιχία — η 1. το σύνολο τών δοντιών τα οποία είναι διατεταγμένα στη φατνιακή απόφυση τής άνω και κάτω γνάθου και σχηματίζουν, αντίστοιχα, τον άνω και κάτω οδοντικό φραγμό 2. φρ. «οδοντοστοιχία τεχνητή» διάταξη τεχνητών δοντιών που κατασκευάζεται από… … Dictionary of Greek
Νέα Καληδονία — (Nouvelle Caledonie). Νησί (19.058 τ. χλμ., 222.900 κάτ. το 2003) του νοτιοδυτικού Ειρηνικού ωκεανού, λίγο βορειότερα από τον Τροπικό του Αιγόκερω και σε απόσταση περίπου 1.500 χλμ. από τις ακτές της Αυστραλίας.Είναι υπερπόντιο έδαφος της Γαλλίας … Dictionary of Greek
γνάθος — η το σαγόνι, η μασέλα: Από το χτύπημα έσπασε η κάτω γνάθος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγωγή — η 1. αφαίρεση, βγάλσιμο. 2. η αποστολή ή μεταφορά προϊόντων ή εμπορευμάτων στο εξωτερικό: Αυξήθηκαν οι εξαγωγές δημητριακών στην Ευρώπη. 3. το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται στο εξωτερικό ή το εξαγωγικό εμπόριο. 4. βγάλσιμο δοντιού, βίαιη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντοστοιχία — η φυσική ή τεχνητή σειρά των δοντιών του πάνω και κάτω σαγονιού, αλλ. μασέλα: Έχει ωραία οδοντοστοιχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαφουτιάζω — και φαφουτιαίνω φαφούτιασα, αμτβ., γίνομαι φαφούτης (βλ. λ.), χάνω τα δόντια μου, ξεδοντιάζομαι: Ο παππούς φαφούτιασε και φοράει μασέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορώ — φόρεσα, φορέθηκα, φορεμένος 1. μτβ., ντύνομαι κάποιο ρούχο ή εξάρτημα φορεσιάς, είμαι ντυμένος με κάτι: Δε φορούσε γραβάτα. – Φόρεσε το παλιό κοστούμι. 2. βάζω πάνω μου κάτι, φοράω οτιδήποτε (κοσμήματα, είδη οπλισμού ή άλλα εξαρτήματα): Στις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)